- ἀραχνώδης
- ἀραχνώδηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)ἀραχνώδηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἀραχνώδηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αραχνώδης — ες (Α ἀραχνώδης) ο αραχνοειδής … Dictionary of Greek
ἀραχνώδει — ἀραχνώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀραχνώδης masc/fem/neut dat sg ἀραχνώδεϊ , ἀραχνώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχνώδη — ἀραχνώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀραχνώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀραχνώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχνῶδες — ἀραχνώδης masc/fem voc sg ἀραχνώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχνώδεις — ἀραχνώδης masc/fem acc pl ἀραχνώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχνώδους — ἀραχνώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek